ακοσκίνιστος

ακοσκίνιστος
ακοσκίνιστος, -η, -ο και ακοσκίνητος, -η, -ο
1. αυτός που δεν πέρασε από το κόσκινο, δεν καθαρίστηκε: Το σιτάρι να μην πάει στο μύλο ακοσκίνιστο.
2. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο: Στη δουλειά αυτή δε θα σε πάρουν ακοσκίνιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακοσκίνιστος — η, ο (Μ ἀκοσκίνιστος, ον) [κοσκινίζω] αυτός που δεν κοσκινίστηκε, που δεν καθαρίστηκε από τα σκύβαλα με κόσκινο νεοελλ. (μετφ.) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε εξονυχιστικό έλεγχο …   Dictionary of Greek

  • άσηστος — ἄσηστος, ον (Α) ο ακοσκίνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σηστός < σήθω «κοσκινίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ακοσκίνητος — η, ο [κοσκινώ] ο ακοσκίνιστος …   Dictionary of Greek

  • ακρησάριστος — η, ο [κρησαρίζω] αυτός που δεν κοσκινίστηκε με κρησάρα*, ο ακοσκίνιστος …   Dictionary of Greek

  • ακρησάριστος — η, ο ακοσκίνιστος: Για οικονομία κάναμε ψωμί από ακρησάριστο αλεύρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”